- χλαινοθήρας
- χλαινοθήρᾱς , χλαινοθήραςmasc acc plχλαινοθήρᾱς , χλαινοθήραςmasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλαινοθήρας — ὁ, Α αυτός που κλέβει χλαίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλαίνα + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λινο θήρας, σωληνο θήρας] … Dictionary of Greek
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek